ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟ
Έφτασαν ένας-ένας με τα καμένα χέρια τους,
στα μάτια ακόμη είχαν φλόγες.
Μίλησε ο πιο μικρός πιο μαύρος από το κάρβουνο.
«Για μπάνιο είχαμε πάει» είπε.
Και γύρω του καίγονταν τα ανώνυμα δέντρα,
οι ανώνυμοι άνθρωποι,
με τα ανώνυμα όνειρα
και τον επώνυμο πόνο.
«Που είναι ο Θεός;» με ρώτησε ο μεγαλύτερος
που ήταν αγκαλιά με την γυναίκα του
καμένοι και οι δύο..
Δάκρυσα αίμα κελαινόν.
Κοίταξα γύρω και Τον είδα λίγο πιο κει
με τ’ αγκάθια στο κεφάλι,
τελείως πια κι αυτόν καρβουνιασμένο.
Ήρθε με τα χέρια ανοικτά από τον σταυρό,
στο πρόσωπο του έσταζε αίμα .
Πήρε στα χέρια τον μικρό και κλάψαμε.
Στο τραπέζι είχε μείνει ψωμί λίγο κρασί,
καμένα δάχτυλα
και πόνος τρυπανιού
που έκοβε στα δυο τα σπλάχνα και τη μέρα.
Πήρε μαχαίρι ο Θεός κι έκοψε το αριστερό του χέρι
έδωσε στο παιδί, στη μάνα του
και σε κείνους που στο αλωνάκι ήταν αγκαλιασμένοι.
Φάγανε και ήπιανε
κι ήταν ο Λευτέρης, η Κυριακή, η Τασούλα
ο κυρ Νίκος που είχε ένα κήπο όλο δροσιά
κι ο Μάκης ο μικρός που ήθελε να γίνει πυροσβέστης.
Τους είδα να φεύγουνε για την ανατολή
κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου
σ’ ένα παράξενο χορό γεμάτο από γαζίες.
Θα έρχονται για χρόνια πολλά
σ’ αυτές τις παραλίες
και θα κοιτάζουν
με τα καμένα μάτια τους τα έργα μας..
Και μείς θα τους θυμόμαστε αχνά
σαν μια παρέα από παιδιά που μεγάλωσαν πια
και η σκόνη από τα όνειρα τους πέφτει αργά στον ύπνο μας.
Κράτησε αυτή την σκόνη
κρύβεται μέσα της όλος ο κόσμος που φτιάξαμε
με την αγριότητα και τα μικροσπιτάκια μας,
τα μικροκέρδη μας και τα μικροονειρά μας..
Ίσως αύριο μέσα από αυτή τη σκόνη
να βγει εκείνο το λουλούδι
που θα κοινωνεί το «εσπλαχνίσθη»
και το «συγχώρεσον».
Κράτα αυτή τη σκόνη γιατί μέσα της
κρύβεται ο επιτάφιος
και η ανάσταση.
Ν.Β.